Gallery

Ο Ηρακλής και το λιοντάρι της Νεμέας – μια περίπου φανταστική ιστορία από την Ελληνική Μυθολογία

Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν ότι είμαι μεγάλος παραμυθάς. Σήμερα λοιπόν, στο ψηφιακό μας ταξίδι θα κάνουμε μια στάση στη Θήβα, γενέτειρα του Ηρακλή. Με αφορμή ένα από τα εκθέματα του Μουσείου της πόλης, θα σας πω με δικά μου λόγια πώς φαντάζομαι πώς ο ήρωας νίκησε το λιοντάρι της Νεμέας. Καθίστε και φτιάξτε κι ένα καφεδάκι, γιατί τα παραμύθια θέλουν το χρόνο τους.

Ηρακλής και λιοντάρι Νεμέας

Ο Ηρακλής παλεύει με το λιοντάρι της Νεμέας. Μπρούτζινο ειδώλιο από την εσχάρα προσφορών του ιερού του Ηρακλή στη Θήβα. Ύστερος 6ος-πρώιμος 5ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας.

Το θεριό

Πριν από πολλά χρόνια, ένα φοβερό λιοντάρι ρήμαζε τα μέρη της Νεμέας. Ήταν θεόρατο με κοφτερά δόντια και νύχια. Έπεφτε πάνω στα κοπάδια και καταβρόχθιζε γελάδια, πρόβατα σκυλιά και βοσκούς μαζί. Μάταια άναβαν φωτιές στις στάνες και τα χωριά, το λιοντάρι  δεν τις φοβόταν. Αντίθετα σαν να το οδηγούσε ένας κακός δαίμονας, έβγαινε μέσα από το σκοτάδι και κατασπάραζε ζώα κι ανθρώπους.

Οι κυνηγοί

Ο βασιλιάς Ευρυσθέας των Μυκηνών έστειλε κυνηγούς οπλισμένους με ακόντια, δόρατα και τόξα. Μάταια τους περίμενε να γυρίσουν με το κεφάλι του λιονταριού. Μετά από μέρες του έφεραν τα νέα  ότι η κυνηγετική ομάδα είχε σκοτωθεί ολόκληρη στο πέρασμα του Τρητού.

Ο βασιλιάς έδωσε εντολές να κλειστούν όλοι σπίτια τους και να αμπαρώσουν τις πόρτες, να μπουν σκοπιές στα τείχη και τα φυλάκια κι ετοίμασε μια ομάδα από πολεμιστές του ανακτόρου, με δόρατα και ασπίδες, και τους έστειλε να περιπολούν στο πέρασμα και στα βουνά, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα εμπόδιζαν το λιοντάρι να κάνει κι άλλες καταστροφές και ίσως να κατάφερναν να το στριμώξουν κάπου.

Οι πολεμιστές

Και πράγματι, λες το και το ήθελε κάποιος θεός, κατάφεραν οι πολεμιστές, διαλεχτά παλικάρια από όλο το βασίλειο, να βρουν τα ίχνη του λιονταριού και να το ακολουθήσουν μέχρι το λημέρι του, μια σπηλιά στις πλαγιές του βουνού.

Χάρηκαν όταν την είδαν οι πολεμιστές – θα το παγίδευαν το λιοντάρι μέσα στη σπηλιά και όταν θα έβγαινε, θα το χτυπούσαν από μακριά με τα βέλη τους. Αν έφτανε πιο κοντά, θα το κάρφωναν πολλοί μαζί με τα μακριά τους δόρατα, φυλαγμένοι πίσω από τις οκτώσχημες και πυργόσχημες ασπίδες τους από δέρμα βοδιού.

Κυνήγι λιονταριού

Χάλκινο Μυκηναϊκό εγχειρίδιο με παράσταση κυνηγιού στη λεπίδα, από επικολλημένο χρυσό και ασήμι. 16ος αιώνας π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Δεν ήξεραν οι άμοιροι ότι η σπηλιά είχε δύο εισόδους και, ενώ αυτοί περίμεναν μπροστά στη μια, το λιοντάρι βγήκε από την άλλη και χίμηξε πάνω τους από εκεί που δεν το περίμεναν.

Και το χειρότερο, όταν πέρασε η πρώτη έκπληξη και οι πολεμιστές στήθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, πίσω από τις ασπίδες τους, κι άρχισαν να χτυπούν το λιοντάρι, είδαν με τρόμο ότι οι αστραφτερές χάλκινες αιχμές δεν πλήγωναν το θεριό. Τα βέλη απλώς χτυπούσαν πάνω στο δέρμα του κι έπεφταν κάτω. Κάποιοι πολεμιστές, όταν έσπασαν τα δόρατα τους, έπιασαν πέτρες κι άρχισαν να τις πετούν πάνω στο λιοντάρι και να του χτυπούν το κεφάλι μήπως και το σπάσουν. Αλλά τίποτα – το λιοντάρι κομμάτιασε τις ασπίδες και ξέσκισε τους πολεμιστές. Από τους 50 που είχαν φύγει πριν λίγες μέρες από τις Μυκήνες, μόνο ένας πρόλαβε να γυρίσει, ίσα-ίσα για να πει τι έγινε, πριν τον πάρει και εκείνον ο φτερωτός Θάνατος.

Η οργή της Ήρας

Ο Ευρυσθέας, τρομαγμένος και απελπισμένος, κάλεσε τους μάντεις και τους οιωνοσκόπους κι έκανε θυσίες για να μάθει τι ήταν αυτό το κακό που τον βρήκε και τι έπρεπε να κάνει για να γλυτώσει το βασίλειο του από αυτό.

Όταν οι μάντεις μίλησαν, ο βασιλιάς τα έχασε. Το λιοντάρι, είπαν, δεν ήταν απλό ζώο, αλλά παιδί της Έχιδνας και του Όρθρου,  που το είχε αναθρέψει η μεγάλη Ήρα. Όπλα από χαλκό, πέτρα και ξύλο δεν μπορούσαν να πειράξουν το άτρωτο τομάρι του. Άγνωστος ο λόγος που το είχαν στείλει οι θεοί να ρημάξει το βασίλειο του.

Εκείνο το βράδυ, ο Ευρυσθέας είδε θεόσταλτο όνειρο. Μια ωραία γυναίκα, με αρχοντική θωριά και μια φοβερή λάμψη στα μεγάλα μάτια της, μπήκε στο μέγαρο του την ώρα που έκανε σπονδή. Όταν ο Ευρυσθέας της πρόσφερε μια κύλικα κρασί, αυτή αρνήθηκε και του είπε «Δεν θα δεχτώ τις προφορές σου, βασιλιά, κι ο μαντατοφόρος μου θα μείνει στη χώρα σου μέχρι να πεθάνει ο Ηρακλής, ο γιος του Δία, που έρχεται να σε υπηρετήσει.» Αυτά είπε και χάθηκε από μπροστά του.

Την άλλη μέρα ο Ευρυσθέας ήταν ταραγμένος. Όχι μόνο το λιοντάρι ρήμαζε το βιος και τους ανθρώπους του, αλλά η Ήρα του είχε αναθέσει την αποστολή να σκοτώσει ένα από τα παιδιά του Δία. Και ο Ηρακλής δεν ήταν κανένας τυχαίος – η φήμη των κατορθωμάτων του ενάντια στον Ορχομενό είχε φτάσει μέχρι και τις Μυκήνες. Κι αυτός ο μεγάλος πολεμιστής, γιος θεού, ερχόταν να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα; Άσε που ο Ηρακλής ήταν ξάδελφος – είχε δεσμούς με τις Μυκήνες  και καταγόταν από το βασιλικό οίκο της πόλης.

Ο ξένος

Δύο μέρες μετά, έφτασε στις Μυκήνες ένας ξένος. Στην πύλη του κάστρου οι φρουροί δεν τόλμησαν να τον ρωτήσουν ποιος ήταν και γιατί ερχόταν στο παλάτι. Κάτι στην εμφάνιση του τους έλεγε ότι οι θεοί ήταν μαζί του. Τα όπλα του, λες και τα είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, στην πλάτη του είχε περασμένο  ένα τόξο και  φαρέτρα άξια του Απόλλωνα και τα άλογα του σίγουρα θα τα είχε εκπαιδεύσει ο ίδιος  Ποσειδώνας. Μπορεί να ήταν νέος στα χρόνια, αλλά τα μάτια του έδειχναν άνθρωπο με αποφασιστικότητα και δύναμη. Πέρα όμως από αυτά, στο βλέμμα του διάβασαν τον  πόνο και θα ήταν τρελοί αν δυσκόλευαν τέτοιον άνδρα.

Οδήγησαν τον ξένο στο παλάτι. Έβγαλε από πάνω του τη σκόνη του ταξιδιού, φόρεσε καθαρό χιτώνα και μετά τον πήγαν στο μέγαρο του Ευρυσθέα. Ο βασιλιάς, όπως άρμοζε, τον κέρασε κρασί και το καλύτερο κομμάτι από το σφαχτό και, αφού έφαγαν, τότε τον ρώτησε ποιος ήταν και πού πήγαινε.

«Ηρακλή με λένε βασιλιά,  και είμαι γιος του Αμφιτρύωνα, άρχοντα της Τίρυνθας, που είχε φύγει πριν γεννηθώ εξαιτίας κάποιου φόνου.  Πήρα χρησμό από το μαντείο των Δελφών ότι, για να εξιλεώσω εμένα και το γένος  μου από το παλιό και το νέο αίμα, πρέπει να σε υπηρετήσω για 12 χρόνια και να εκτελώ τις εντολές σου. Έρχομαι λοιπόν σαν ικέτης και σου ζητώ να δεχτείς την υποταγή μου.»

Σιωπή έπεσε μέσα στην αίθουσα και το μόνο που ακουγόταν ήταν η φωτιά που έτρωγε τα ξύλα στη μεγάλη κεντρική εστία. Ο Ευρυσθέας απάντησε αμέσως:

«Ηρακλή, γιε του Αμφιτρύωνα, με τη θέληση των θεών δέχομαι την ικεσία σου, αλλά σου το λέω ότι δεν θα είμαι εύκολος αφέντης. Ήδη το βασίλειό μου αντιμετωπίζει μεγάλο κίνδυνο, από ένα λιοντάρι που έστειλαν οι θεοί και που μας κανένας θνητός δεν μπορεί να σκοτώσει. Αυτή θα είναι η πρώτη αποστολή που θα εκτελέσεις για ’μένα.»

Ο Ηρακλής δεν έδειξε ούτε χαρά  ούτε θλίψη. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά είπε στον  βασιλιά: «Άρχοντα μου, με την άδεια σου ξεκινάω αμέσως. Μόνο να μου πείτε πού βρίσκεται το θηρίο και σου ορκίζομαι, στο όνομα του Δία, ότι ή θα το φέρω νεκρό στις πλάτες μου, ή θα με σκοτώσει εκείνο.»

Με αυτά τα λόγια, ο Ηρακλής έφυγε.

Οι υπολογισμοί του βασιλιά

Γα τον Ευρυσθέα διπλό θα ήταν το κέρδος: είτε ο Ηρακλής θα σκότωνε το λιοντάρι, είτε θα πέθαινε προσπαθώντας και με αυτό τον τρόπο θα ικανοποιούταν η Ήρα και θα διέταζε το λιοντάρι να φύγει. Βέβαια για τον Ευρυσθέα καλύτερο θα ήταν να πέθαινε ο Ηρακλής, ήταν συγγενής του, ναι, αλλά επικίνδυνος. Γιος του Δία, μεγάλος πολεμιστής και με βασιλικό αίμα, θα μπορούσε να γίνει απειλή για τον θρόνο του Ευρυσθέα.

Οι πρώτες προσπάθειες

Ο Ηρακλής πήρε το δρόμο από το πέρασμα του Τρητού και βρέθηκε γρήγορα στην κοιλάδα της Νεμέας. Είχε πάρει πληροφορίες για το πού βρισκόταν η σπηλιά του λιονταριού και πρώτο του μέλημα ήταν να το εμποδίσει να βγει παραέξω.

Με μεγάλες πέτρες έκλεισε το ένα άνοιγμα της σπηλιάς και μετά έχτισε ψηλές ξερολιθιές στα περάσματα προς τον κάμπο.

Όμως πέρα από αυτό δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Άτρωτο καθώς ήταν το λιοντάρι από όπλα, μάταια δοκίμασε ο Ηρακλής να το τοξεύσει, κι ας ήταν τα βέλη και το τόξο δώρα του ίδιου του Απόλλωνα.

Είχε συναντηθεί με έναν χωρικό τον Μόλορχο, που είχε βρει τον γιο του κατασπαραγμένο από το λιοντάρι και είχε ορκιστεί να κάνει ό,τι μπορούσε για να πεθάνει το θεριό. Δέχτηκε πρόθυμα να βοηθήσει τον Ηρακλή, όπως μπορούσε, και του πρόσφερε φιλοξενία στο φτωχικό του. Εκεί λοιπόν έμενε ο Ηρακλής, στην άκρη της κοιλάδας της Νεμέας.

Ο ταξιδιώτης

Μια μέρα στεναχωρημένος, καθόταν  πελεκώντας ένα χοντρό κλαδί για να το κάνει ρόπαλο, μήπως και κατάφερνε με αυτό να σπάσει τα κόκκαλα του λιονταριού.

Άκουσε τα βήματα του ξένου, πριν εκείνος προλάβει να του μιλήσει, και τινάχτηκε όρθιος με το σπαθί στο χέρι.

Ήταν ένας άνδρας λίγο πιο κοντός  από τον Ηρακλή,  με μαλλιά και γένεια που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν λίγο. Φορούσε χιτώνα και υποδήματα ταξιδιώτη, στη ζώνη του ήταν περασμένο ένα εγχειρίδιο με ασημένια καρφιά και στα χέρια του κρατούσε δύο ακόντια.

Όταν ο Ηρακλής τον ρώτησε ποιος είναι, του απάντησε ότι τον λένε Αυτόλυκο και ταξίδευε από την Κόρινθο στην Αρκαδία. Χάρηκε ιδιαίτερα όταν έμαθε ότι ο ξένος που συνάντησε ήταν ο Ηρακλής, καλό να έχεις τέτοιο δυνατό σύντροφο στην ερημιά, ιδίως όταν υπάρχουν κίνδυνοι σαν το λιοντάρι.  Κάθισαν να μοιραστούν λίγο κρασί και φαγητό  μαζί με τον  Μόλορχο κι ο Ηρακλής του εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημα που τον βασάνιζε, ότι είχαν περάσει τόσες μέρες κι εκείνος ακόμη δεν είχε βρει τρόπο να σκοτώσει το λιοντάρι.

Μια πρόταση

Ο Αυτόλυκος κοίταξε για λίγο σκεφτικός κατά το βουνό και μετά είπε στον Ηρακλή:  «Μπορεί τα βέλη και τα κοντάρια να μην μπορούν να τρυπήσουν το τομάρι του λιονταριού ούτε το σπαθί να το κόψει, αλλά είσαι ο πιο δυνατός άνθρωπος στην Ελλάδα. Το ίδιο σου το σώμα είναι όπλο. Οι φήμες λένε πως είσαι γιος του Δία κι αν είναι έτσι, ο θεϊκός σου πατέρας θα σε βοηθήσει, γιατί σίγουρα δεν είναι της μοίρας σου να πεθάνεις εδώ. Άφησέ με να σου διδάξω μερικές τεχνικές μάχης χωρίς όπλα, για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις το λιοντάρι  με τον καλύτερο τρόπο. Τις έμαθα από τον πατέρα μου, τον Ερμή, που μου έχει διδάξει και πολλά άλλα.»

Ο Ηρακλής γέλασε για πρώτη φορά. «Ή πολύ γενναίος είσαι φίλε μου Αυτόλυκε ή δεν ξέρεις τι παθαίνουν όσοι πάνε να με δασκαλέψουν κι έχουν μόνο δύο πόδια.»

Ο Αυτόλυκος χαμογέλασε λίγο πονηρά. «Μπορεί να μην είμαι Κένταυρος, Ηρακλή, αλλά δεν θα σου μάθω μουσική. Θα σου δείξω πώς να χτυπάς τους αντιπάλους σου τόσο γρήγορα, που θα νομίζουν ότι τους χτύπησε αστροπελέκι. Θα σου μάθω πώς να αποφεύγεις τα δικά τους χτυπήματα και πώς να στρέφεις την δύναμη τους εναντίον τους. Με την τέχνη αυτή, θα μπορείς να νικήσεις κι εχθρούς που είναι δυνατότεροι ακόμη κι από εσένα και, πίστεψέ με, θα βρεις τέτοιους πολλούς στον δρόμο σου.» Και, βλέποντας το δύσπιστο ύφος του, πρόσθεσε: «Αν δεν με πιστεύεις, έλα να παλέψουμε και, αν καταφέρεις να με χτυπήσεις, μάρτυρες μου τα άστρα του Ουρανού, θα γίνω δόλωμα για το λιοντάρι.»

Ο Ηρακλής δεν γέλασε αυτή την φορά, αλλά σηκώθηκε, έπιασε χώμα, το έτριψε στα χέρια του και μετά στάθηκε μπροστά στον Αυτόλυκο. Έκανε να ρίξει μια γροθιά -όχι την πιο δυνατή που μπορούσε-  αλλά απρόσμενα τα χέρια του Αυτόλυκου μπλόκαραν το χτύπημα και τότε ένοιωσε ο Ηρακλής ότι ο αντίπαλος του ήταν πιο δυνατός από ότι έδειχνε.

Πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ο Ηρακλής δέχτηκε μια γροθιά στο στομάχι και άλλη μία στο σαγόνι. Τότε όρμηξε να αρπάξει τον Αυτόλυκο, αλλά ο μεγαλύτερος σε ηλικία άντρας τινάχτηκε γρήγορα προς το πλάι , έπιασε το δεξί χέρι του Ηρακλή και τον τράβηξε μπροστά, ενώ με το δικό του δεξί πόδι του έβαζε  τρικοπλοδιά. Έτσι ο γιος του Δία βρέθηκε με τα μούτρα στο χώμα.

Ο Αυτόλυκος του πρόσφερε το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί. «Πάμε για άλλον ένα γύρο ή πείσθηκες ότι μπορώ να σου μάθω κάτι καινούριο, γιε του Δία;»

Ο Ηρακλής στάθηκε για λίγο κοίταξε τον Αυτόλυκο και μετά κοίταξε κατά το βουνό. Του φάνηκε πως άκουσε τους βρυχηθμούς του λιονταριού. «Εντάξει Αυτόλυκε, αλλά να θυμάσαι πως σε προειδοποίησα: είμαι δύσκολος και επικίνδυνος μαθητής»

Η μαθητεία

Πέρασαν 20 μέρες μαζί κι ο Αυτόλυκος δίδασκε στον Ηρακλή πολεμικές τέχνες χωρίς όπλα. Δοκίμαζε χτυπήματα με τα χέρια και τα πόδια, λαβές και κεφαλοκειδώματα που θα μπορούσαν να ακινητοποιήσουν και το πιο δυνατό πλάσμα. Κάθε φορά που νόμιζε ότι ήταν έτοιμος, ο Αυτόλυκος κατάφερνε είτε να τον χτυπήσει, είτε να τον αποφύγει. Ο Ηρακλής είχε αναπτύξει ένα παράξενο συναίσθημα σεβασμού για τον δάσκαλο του αλλά και οργής που είχε βρεθεί κάποιος ανώτερος του στη μάχη. Αλλά κάθε φορά που άκουγε τον βρυχηθμό του λιονταριού να αντιλαλεί, συγκρατούσε τον εαυτό του.

Ένα πρωί, όταν ξύπνησε, βρήκε τον Αυτόλυκο να τον περιμένει έξω από το σπίτι. Είχε γδυθεί, αλειφθεί με λάδι και είχε ρίξει στο σώμα του στάχτη από την εστία του σπιτιού. Μόλις τον είδε είπε: «Γιε  της Αλκμήνης, ήρθε η ώρα να μου δείξεις αν έμαθες τίποτα όλες αυτές τις ημέρες ή απλώς πέρναγες την ώρα σου. Εμπρός λοιπόν, τι περιμένεις;»

Ο Ηρακλής ετοιμάστηκε και μετά ρίχτηκε πάνω στον Αυτόλυκο, χωρίς να συγκρατήσει ούτε την ορμή ούτε τη δύναμη του.

Ηρακλής, μπρούτζινο ειδώλιο

Μπρούτζινο ειδώλιο, που πιθανώς εικονίζει τον Ηρακλή, από την εσχάρα προσφορών του ιερού του Ηρακλή στη Θήβα. Ύστερος 6ος-πρώιμος 5ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας.

Για τον Μόλορχο, οι δύο μαχητές κινούνταν τόσο γρήγορα που μόλις καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν. Μπορεί ο Αυτόλυκος να μην μπορούσε να συγκριθεί στη ρώμη και το ανάστημα με τον Ηρακλή, αλλά αντιμετώπιζε τις επιθέσεις του με τόση τέχνη που οι δύο αντίπαλοι ήταν ισάξιοι. Πέρασε ώρα πολλή, χωρίς κανείς από τους δυο να καταφέρει να ρίξει τον άλλο κάτω ή να τον ακινητοποιήσει.

Κάποια στιγμή, ο Αυτόλυκος σήκωσε το χέρι του και είπε: «Μάρτυρες μου οι θεοί, Ηρακλή, δεν έχω να σου διδάξω τίποτε άλλο.»

Εκείνο το βράδυ κάθισαν και οι τρεις τους γύρω από την φωτιά και μοιράστηκαν ένα κύπελλο κρασί, ενώ οι βρυχηθμοί του λιονταριού ακούγονταν πιο δυνατοί μέσα στην σιγαλιά της νύχτας.

Ο Ηρακλής κοίταξε τον Αυτόλυκο. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αναμετρηθώ με το λιοντάρι. Θα έρθεις αύριο μαζί μου;» Ο Αυτόλυκος  κούνησε το κεφάλι. «Όχι Ηρακλή. Αυτός ο δρόμος που διάλεξες είναι μόνο για σένα. Μπορεί να είμαι καλός μαχητής, καλύτερος από πολλούς στα βασίλεια της Ελλάδας, αλλά το λιοντάρι αυτό μόνο ο γιος του Δία μπορεί να το νικήσει. Θυμήσου όσα σου έμαθα, ιδίως τις λαβές για το λαιμό, και θα βγεις νικητής.»

Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησε ο Ηρακλής, ο Αυτόλυκος είχε εξαφανιστεί. Ούτε ο Μόλορχος δεν είχε καταλάβει πότε και πώς είχε φύγει. Λες και είχε γίνει ένα με τον αιθέρα.

Ο Ηρακλής πήρε τα όπλα του, χαιρέτησε τον Μόλορχο και κίνησε κατά το βουνό. Στο δρόμο νόμισε ότι είδε τον Αυτόλυκο να τον περιμένει στον ίσκιο μιας ελιάς, αλλά όταν έφτασε εκεί διαπίστωσε ότι αυτό που είχε δει ήταν ένα ξόανο  της θεάς Αθηνάς. Ζήτησε την βοήθεια της θεάς και συνέχισε τον δρόμο του.

Η αναμέτρηση

Τα εμπόδια που είχε χτίσει είχαν κρατήσει το λιοντάρι κλεισμένο στις πλαγιές. Κυνηγούσε και έτρωγε αγρίμια, κρίνοντας από τα κόκκαλα που έβλεπε ο Ηρακλής τριγύρω, αλλά δεν είχε κατασπαράξει ανθρώπους και τα ζώα τους για πολύ καιρό.

Όταν ο Ηρακλής έφτασε κοντά στην σπηλιά, σιγουρεύτηκε ότι το ένα άνοιγμα ήταν ακόμα καλά κλεισμένο και μετά στάθηκε μπροστά στο άλλο άνοιγμα, φροντίζοντας ο αέρας να μεταφέρει την μυρωδιά του προς το εσωτερικό της σπηλιάς.

Δεν χρειάστηκε να  περιμένει πολύ και το λιοντάρι ξεπρόβαλε. Ήταν πραγματικά τεράστιο – τρεις φορές μεγαλύτερο από τα λιοντάρια που είχε κυνηγήσει στον Κιθαιρώνα. Τα γαμψόνυχα του ήταν κοφτερά κι έλαμπαν σαν ορείχαλκος και τα μάτια του άστραφταν σαν φωτιά. Ο Ηρακλής δεν πάγωσε, αλλά όρμησε στη μάχη προσέχοντας να κρατήσει μακριά του τα νύχια και τα δόντια του θηρίου.

Στην πρώτη επίθεση του λιονταριού, κύλισε με την πλάτη στο έδαφος, έπιασε τα μπροστινά πόδια του λιονταριού και μετά κλώτσησε με τα πόδια το λιοντάρι στην κοιλιά, στέλνοντάς το να χτυπήσει σε ένα βράχο.

Το λιοντάρι στάθηκε στα πόδια του και ξαναχίμηξε στον Ηρακλή. Όχι μόνο ήταν πεινασμένο, αλλά τα κόλπα του ανθρώπου το είχαν εξοργίσει. Όρμησε πάνω του, αλλά εκείνος άρπαξε ξανά τα πόδια του και με τρομερή δύναμη και ταχύτητα έκανε μια περιστροφή σηκώνοντας το λιοντάρι στο αέρα και μετά το έριξε με δύναμη πάνω στο πετρώδες έδαφος. Ήταν η πρώτη φορά που το παιδί της Έχιδνας αντιμετώπιζε τέτοιο αντίπαλο. Σύντομα τα πράγματα έγιναν χειρότερα, καθώς ο αντίπαλος του έριξε απανωτές και γρήγορες γροθιές. Το θηρίο άφησε ένα βρυχηθμό λύσσας και πόνου, ορμώντας πάνω στον Ηρακλή για τρίτη φορά. Θα ήταν και η τελευταία.

Ο Ηρακλής βρέθηκε στην αρπάγη του λιονταριού. Ένοιωθε την καυτή του ανάσα στο πρόσωπο του και η μυρωδιά του θανάτου χτύπησε τα ρουθούνια του. Καθώς τον συνέθλιβε το βάρος του θηρίου, ο κόσμος γύρω του φάνηκε σαν κόκκινη ομίχλη. Και τότε άκουσε την σίγουρη και σταθερή φωνή του Αυτόλυκου τόσο καθαρά λες κι εκείνος στεκόταν δίπλα του: «Ηρακλή, θυμήσου την λαβή που σου έδειξα για τον λαιμό.»

Αδιαφορώντας για τα νύχια που του έσχιζαν το δέρμα, ο Ηρακλής άρπαξε το κεφάλι και το λαιμό του λιονταριού και με τα δύο χέρια. Το λιοντάρι προσπάθησε να τον δαγκώσει, αλλά ο Ηρακλής το κρατούσε γερά. Έπειτα, με μια απότομη και δυνατή κίνηση γύρισε το κεφάλι προς τα δεξιά.  Το λιοντάρι τινάχτηκε μια φορά στα χέρια του Ηρακλή και μετά έπεσε άψυχο στο έδαφος.

Επιστροφή στις Μυκήνες

Στο μεταξύ, ο Ευρυσθέας είχε αρχίσει να απελπίζεται. Είχε πληροφορηθεί ότι ο Ηρακλής έμενε τόσον καιρό στη Νεμέα χωρίς να κάνει τίποτα εναντίον του θηρίου. Βέβαια δεν είχαν γίνει άλλες επιθέσεις εκείνες τις ημέρες, αλλά ποιος ήξερε τι ετοίμαζε ο Ηρακλής.  Μπορεί να μάζευε στρατό και να ερχόταν να καταλάβει τις Μυκήνες και να γίνει αυτός βασιλιάς. Μπορεί στο τέλος να έφευγε, αφήνοντας τις Μυκήνες και τον ίδιο τον Ευρυσθέα να υποστούν τις συνέπειες της οργής της Ήρας.

Γι αυτό και η ταραχή του ήταν μεγάλη όταν άκουσε την οχλοβοή που άρχισε κάτω στην πόλη. Η φασαρία συνεχίστηκε  ως την πύλη του κάστρου κι έφτασε ως την αυλή του μεγάρου.

Ο Βασιλιάς και οι ευγενείς φίλοι του βγήκαν από το μέγαρο κρατώντας τα σπαθιά τους, αλλά αυτό που είδαν ξεπέρασε κάθε προσδοκία τους.

Στην αυλή του παλατιού στεκόταν ο Ηρακλής, οπλισμένος, με την πανοπλία του και φορτωμένος με ένα τεράστιο λιοντάρι.

Είχε πετύχει ενάντια στη θέληση τη Ήρας, ο Ηρακλής είχε σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας και ο λαός τον επευφημούσε ως ήρωα, σωτήρα και γιο του Δία. Μια κίνηση να έκανε ο Ηρακλής μπορεί όλοι να στεκόταν μαζί του  και να του έδιναν το θρόνο των  Μυκηνών.

Ο Ευρυσθέας έπρεπε να επιβληθεί . «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» είπε με αυστηρή φωνή.

«Βασιλιά σου ορκίστηκα ότι είτε θα σκότωνα το λιοντάρι είτε θα πέθαινα προσπαθώντας. Ορίστε, σου φέρνω το σώμα του λιονταριού ως τρόπαιο και ως απόδειξη ότι εκτέλεσα την εντολή σου.»

«Άργησες πολύ Ηρακλή. Νόμιζα ότι δείλιασες και ότι έφυγες μακριά. Βλέπω όμως ότι τελικά σου έδωσαν θάρρος οι θεοί. Ναι, σκότωσες το λιοντάρι, αλλά οι μάντεις μου είπαν πως σκοτώνοντας το  έχεις προσβάλει τη θεά Ήρα και δεν θα ήταν καλό για την πόλη και τον οίκο μας να μένεις εδώ. Σε διατάζω να πας στο κάστρο της Τίρυνθας και εκεί να περιμένεις τις προσταγές μου. Όσο για το λιοντάρι, πάρε το και αυτό μαζί σου. Δεν μπορώ να το αφιερώσω στους θεούς και σίγουρα δεν θα κρατήσω το μίασμα μέσα στο παλάτι μου.»

Ο Ηρακλής έσφιξε τα χέρια του τόσο δυνατά που όσοι στέκονταν κοντά του άκουσαν τα κόκκαλα του λιονταριού να σπάνε. Αλλά δεν είπε τίποτα. Θυμήθηκε το χρησμό. Θυμήθηκε το αίμα των παιδιών του. Θυμήθηκε τις κραυγές τους.

Έσκυψε μόνο το κεφάλι στο βασιλιά και γύρισε να φύγει.

Ο μακρύς και δύσκολος δρόμος ήταν ακόμα μακρύς.

Επίλογος

Το λιοντάρι της Νεμέας ήταν ο πρώτος άθλος που ανέθεσε ο βασιλιάς των Μυκηνών Ευρυσθέας στον Ηρακλή. Ωστόσο, αυτός δεν θα ήταν τελικά ο δυσκολότερος άθλος που θα έπρεπε να εκτελέσει όσο ήταν στην υπηρεσία του Ευρυσθέα. Με την παρότρυνση της θεάς Ήρας, ο βασιλιάς έστειλε τον ξάδελφό του να εξοντώσει τέρατα όπως η Λερναία Ύδρα, ή του ανέθετε ταπεινωτικές εργασίες όπως ο καθαρισμός της κόπρου του Αυγεία. Του ανέθετε αποστολές που τον έστειλαν ως τα πέρατα του κόσμου, ενώ τον υποχρέωσε να κατέβει μέχρι και στο ίδιο το βασίλειο του Άδη.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.